Οδυσσέας Ελύτης,
Ὁ κῆπος μὲ τὶς αὐταπάτες
Καλησπέρα,
Λόγοι πάνω από τη θέλησή μου δεν επιτρέπουν να βρίσκομαι εδώ κοντά σας απόψε. Ζητώ συγνώμη και κατανόηση. Με αυτό το σημείωμα, κρίνω αναγκαίο να εξηγήσω με δυο λόγια πώς υλοποιήθηκε το βιβλίο που παρουσιάζεται απόψε. Η συλλογή άρχισε να συνομιλεί κομμάτι κομμάτι με τη Μιράντα Σοφιανού από το 1996, τότε που ανοίχτηκαν τα σεντούκια της Αλεξάνδρας Σοφιανού, της μικρότερης κόρης του Αριστόδημου και της Μυρσίνης. Κατά καιρούς, στις μεταξύ μας κουβέντες υπήρχε αναφορά σε κομμάτια που εκείνη ξεχώριζε. Ξεκινώντας από αυτά μια πρώτη φωτογράφιση, προέκυψε η ανάγκη της καταγραφής.
Και οι δυο μας συμφωνήσαμε σε μια εικαστική απόδοση του υλικού, που απέδιδε περισσότερο την αίσθηση που έχουν τα κεντήματα και τα λογής εργόχειρα, όταν κάποιος τα βγάζει ένα ένα από το σεντούκι, χωρίς χρονολογική σειρά και επιστημονική διάθεση, μόνο για να τα θαυμάσει, να τα αγγίξει, να τα ακούσει, να ταξιδέψει στον κόσμο τους. Εκεί, πλησιάζοντας το βλέμμα της φωτογραφικής μηχανής, είχαμε πολλές αποκαλύψεις. Όλες υπέρ ενός ανεπτυγμένου πολιτισμού, που σε απλά θέματα ‒όπως, ας πούμε, η ένωση δύο υφασμάτων ή το ράψιμο ενός κουμπιού‒ έβρισκε λύση φαινομενικά απλή, αλλά πόσο σύνθετη σε σκέψη, πόσο ενδιαφέρουσα και λειτουργική. Υποδειγματική. Γι’ αυτό και προτιμήσαμε τα κεντήματα σε λεπτομέρεια και κίνηση και όχι ολόκληρα, στατικά και απόμακρα.
Η στενή αυτή επαφή οδήγησε αναγκαστικά στην έρευνα, ανέσυρε μνήμες από γιαγιάδες, μητέρες, θείες, και άρχισε η συλλογή να αποσαφηνίζεται σε κάποιο βαθμό. Μέσα από αυτό το ψάξιμο, πήραμε χαρά ανακαλύπτοντας τεχνικές, σκέψεις, λύσεις εικαστικές και τεχνικές που έδωσαν οι συγκεκριμένες γυναίκες. Έγιναν μέσα μας εικαστικοί και μουσικοί συσχετισμοί. Αγγίζοντάς τα, νιώθαμε τα φυσικά υλικά. Αγαπήσαμε τις φθορές του χρόνου και της ταλαιπωρίας τους κατά τις μετακινήσεις, και δώσαμε έμφαση σ’ αυτές. Έντονα νιώσαμε τα προικιά της Περγάμου να αναδίδουν ευωδιά σπιτιού και απόλυτης νοικοκυροσύνης, καθώς ήταν άριστα διατηρημένα. Λιγοστά ίχνη που βρέθηκαν επάνω τους (χρώμα σε κουμπί από παιδικό χέρι, και μελάνι από την αποτύπωση σχεδίου σε μαντίλι) έδωσαν το ανθρώπινο διαδραστικό στοιχείο, απέδειξαν ότι το υλικό μας είναι ζωντανό.
Στο λεύκωμα συμπεριλάβαμε περίπου το ένα τρίτο των έργων της συλλογής. Προτιμήσαμε να παρουσιάσουμε λιγότερα, για καλύτερη ανάδειξη, παρά το σύνολο, όπου θα ήταν δύσκολο να αναδειχτούν και να ξεχωρίσουν όλα.
Μεγάλη βοήθεια στην περιγραφή των κεντημάτων, ειδικά των λευκών, έδωσαν τα βιβλία της Τατιάνας Γιανναρά, Δαντέλες και Κοπανέλι (εκδόσεις Μέλισσα). Επιπλέον πληροφορίες για το μετάξι έδωσε το βιβλίο της Σούλας Μπόζη, Μεταξωτά της Προύσας και για το πολίτικο κέντημα το συλλογικό έργο του Συνδέσμου των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, Τα επαγγέλματα των Ρωμιών στην Πόλη. Τραγούδια από τη Μικρασία και την Ανατολική Θράκη υμνούν στάδια αυτής της εργασίας και τα συμπεριλάβαμε. Επιλέξαμε ακόμη αποσπάσματα έργων από Μικρασιάτες και Μυτιληνιούς πεζογράφους και ποιητές ‒ δένουν τόσο φιλικά με τον τόπο, με τις γυναίκες και με τα χρώματα και τα θέματα των κεντημάτων. Κάποιες αρχαίες τεχνικές που συναντήσαμε, ανέσυραν ελάχιστα αποσπάσματα από αρχαιότερα έργα λόγου.
Όλες οι φωτογραφίσεις έγιναν με φως ημέρας, για να αποκαλυφθούν κατά το δυνατόν οι απαλές γραμμές, οι λάμψεις και ο λυρισμός των τόπων προέλευσης των κεντημάτων. Η επεξεργασία των φωτογραφιών που έγινε ήταν ελάχιστη και μόνο για την καλύτερη εκτύπωσή τους.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω την Μιράντα, έτσι, με το μικρό της όνομα, όπως της αρέσει να την αποκαλούμε, για την επιθυμία και την συμβολή της σε σημείο πάθους της υλοποίησης αυτού του έργου σε όλα τα στάδια, καθώς και τους φίλους επαγγελματίες που συνέβαλαν και αναγράφονται στην ταυτότητα του βιβλίου. Εδώ, στον Βόλο, θερμές ευχαριστίες στις κυρίες Μαρία Σπανού, Καίτη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Φαίη Τζανετουλάκου, Κατερίνα Αντωνακάκη, στην καλή φίλη Ντίνα Αδαμοπούλου, στο Λύκειο Ελληνίδων, καθώς και στην εξαιρετική ομάδα από το Στέκι Παιδιού για την συμβολή του επίσης, καθώς και για την ακούραστη προσφορά του στον πολιτισμό. Ευχαριστίες καρδιάς και σε όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ απόψε.
Και κλείνω με ένα ποίημα που γράφτηκε από την Αργυρώ Κωνσταντάκη, όταν πρωτοκράτησε το βιβλίο στα χέρια της. Προσέξτε μία μία τις λέξεις, ύμνος για την κεντήστρα, τα δάχτυλα, τα μάτια και την ψυχή της.
Χορεύουν οι φάλαγγες
χορογραφία ολκής
ακροβατώντας
πετά η σαΐτα
Μικροί κεραυνοί!
Ηλεκτρισμός
Και ο ήχος κλακ κλακ
σαν την περήφανη περπατησιά του αλόγου
που αρνείται να φορέσει τα γκέμια
αναγνωρίζει ωστόσο τον ιππέα του στα μάτια...
Ευχαριστώ,
Φωτεινή Στεφανίδη